μακρότατα

μακρότατα
μακρός
long
adverbial superl
μακρός
long
neut nom/voc/acc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μακροτάτας — μακροτάτᾱς , μακρός long fem acc superl pl μακροτάτᾱς , μακρός long fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρότατ' — μακρότατα , μακρός long adverbial superl μακρότατα , μακρός long neut nom/voc/acc superl pl μακρότατε , μακρός long masc voc superl sg μακρόταται , μακρός long fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • ορθόπτερα — Τάξη εντόμων ποικίλων διαστάσεων, με τυπικά μασητικά στοματικά όργανα, μπροστινές πτέρυγες μεταμορφωμένες σε καλυπτήριο υμένα ή περγαμηνοειδούς σύστασης και ατελούς μεταμόρφωσης. Το κεφάλι είναι μεγάλο, ισχυρό, γενικά υπογναθικό. Τα ο. έχουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”